Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34563 entries)
combustible
εύφλεκτος
combustible absorbent
καύσιμο απορροφητικό υλικό
combustible liquid
καύσιμο υγρό
combustible under specific conditions
ουσία καύσιμη κάτω από ειδικές συνθήκες
combustible vapour
καύσιμος ατμός
combustible vapour/air mixture
καύσιμο μίγμα ατμών/ατμοσφαιρικού αέρα
Combustion furnace method
Μέθοδος δια κλιβάνου καύσεως
combustion in a confined space may turn into detonation
η καύση σε κλειστό χώρο μπορεί να μετατραπεί σε εκτόνωση
come
έρχομαι
comedy
κωμωδία
comfort
άνεση
comfort letter
διοικητικό έγγραφο
comfort letter
διοικητική επιστολή θέσης σε αρχείο
comfort letter
διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο
comfort range
ζώνη άνεσης
comfort range
ζώνη θερμικής άνεσης
comfort zone
ζώνη θερμικής άνεσης
comfortable
άνετη
comfortable
άνετο
comfortable
άνετος
Get short URL